IMPELLED - translation to αραβικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

IMPELLED - translation to αραβικά


IMPELLED      

الفعل

آجَرَ ; أَحَثَّ ; أَزْجَى ; أَعْمَلَ ; اِحْتَثَّ ; اِسْتَحَثَّ ; دَسَرَ ; دَعَا ( إِلَى أو لـِ ) ; دَفَرَ ; دَفَعَ ; دَفَعَ إلى ; دَوَّرَ ; زَخَمَ ; سَيَّرَ ; شَغَّلَ ; نَهَزَ

الصفة

راغِم ; قُبْل ; مُجْبَر ; مَجْبُور ; مَدْفُوع ; مُرْغَم ; مُزْجًى ; مُسَدَّد ; مُسَيَّر ; مُصَحَّح ; مُصَوَّب ; مُضْطَرّ ; مَعْرُوض ; مَغْصُوب ; مَقْهُور ; مُكْرَه

دافعة ميكانيكية      

impeller

دافع إلى عنفه      

impeller

Ορισμός

impelled
adj. (cannot stand alone) impelled to + inf. (she felt impelled to intercede)
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για IMPELLED
1. The two leaders, though, are impelled by different motives.
2. A proliferation of entertainment options impelled by niche–driven marketing.
3. Issues like reliability, value, and comfort have also impelled the shift toward brands like Honda.
4. Last year U.S. pressure impelled Mubarak to hold Egypt‘s first presidential election.
5. We might feel impelled to engage in community activities that support these goals.